μονιμότης

μονιμότης
μονιμότης
constancy
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονιμότητα — μονιμότης constancy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονιμότητι — μονιμότης constancy fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονιμότητος — μονιμότης constancy fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονιμότητα — η (Α μονιμότης) [μόνιμος] η ιδιότητα τού μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια νεοελλ. το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και τη συναφή νομοθεσία εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων,… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԵՂԻՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0275 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. τὸ ἐνιαῖον singularitas, unitas եւ μονιμότης permansio. Միեղէն գոլն. միութիւն. եզականութիւն. եւ Միասնականութիւն. եւ Միաբանութիւն. եւ Միօրինակ յարակայութիւն. *Զմիեղինութիւն բաժակին ամենեցուն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”